- ἀπαίσιος
- ἀπ-αίσιος, von unglücklicher Vorbedeutung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀπαίσιος — ill omened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαίσιος — α, ο (AM ἀπαίσιος, ον κ. ιος, ία, ον) [αίσιος] ο δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κάτι κακό μσν. νεοελλ. φρικτός, αποτρόπαιος νεοελλ. αποκρουστικός, πολύ άσχημος … Dictionary of Greek
απαίσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι αίσιος, δεν είναι ευνοϊκός: Τα προμηνύματα φαίνονταν απαίσια, αυτός όμως δεν τους έδινε σημασία. 2. φριχτός, αποκρουστικός: Όλοι αναστατωμένοι μιλούσαν για το απαίσιο έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαισίως — ἀπαίσιος ill omened adverbial ἀπαίσιος ill omened masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαίσιον — ἀπαίσιος ill omened masc/fem acc sg ἀπαίσιος ill omened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαισίου — ἀπαίσιος ill omened masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαισίους — ἀπαίσιος ill omened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαισίῳ — ἀπαίσιος ill omened masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαίσια — ἀπαίσιος ill omened neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαίσιοι — ἀπαίσιος ill omened masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek